Η Φωκίδα δεν είναι απλώς ένας γεωγραφικός χώρος. Είναι ένας ζωντανός τόπος, όπου η φύση και οι άνθρωποι συνυπάρχουν εδώ και αιώνες. Ο Παρνασσός, η Γκιώνα, τα Βαρδούσια και η Οίτη δεν αποτελούν μόνο εντυπωσιακούς ορεινούς όγκους, αλλά λειτουργούν ως φυσική ασπίδα της Άμφισσας και ολόκληρου του Δελφικού Τοπίου, ρυθμίζοντας το μικροκλίμα, τον υδρολογικό κύκλο και τη βιοποικιλότητα της περιοχής.Σήμερα, ο σχεδιασμός εκτεταμένων βιομηχανικών αιολικών πάρκων στις κορυφογραμμές τους απειλεί να διαρρήξει αυτή την εύθραυστη ισορροπία, η οποία είναι ήδη επιβαρυμένη από τις εξορύξεις, τη λειψυδρία και τις συχνότερες ακραίες καιρικές συνθήκες.
Τα ορεινά οικοσυστήματα της Φωκίδας φιλοξενούν δάση ελάτης και αειφυλων πλατύφυλλων, σπάνια ενδημικά φυτά και εμβληματικά είδη άγριας ζωής, όπως το αγριόγιδο, το ζαρκάδι και πληθώρα αρπακτικών πουλιών. Δεν είναι τυχαίο ότι μεγάλα τμήματα των ορεινών όγκων ανήκουν στο δίκτυο Natura 2000, ως περιοχές υψηλής οικολογικής αξίας.
Οι κορυφογραμμές δεν είναι «άδειοι χώροι». Αποτελούν οικολογικούς διαδρόμους, κρίσιμους για τη μετακίνηση ειδών και τη γενετική τους επιβίωση. Η επιστημονική βιβλιογραφία είναι σαφής: η διάνοιξη δρόμων, οι εκτεταμένες εκσκαφές και τα πλατώματα θεμελίωσης ανεμογεννητριών προκαλούν κατακερματισμό οικοσυστημάτων, απώλεια ενδιαιτημάτων και αυξημένη θνησιμότητα της άγριας ζωής. Η φύση σε τέτοιες περιπτώσεις δεν «προσαρμόζεται», υποβαθμίζεται σταδιακά και μη αναστρέψιμα.
Παράλληλα, η κατασκευή αιολικών έργων σε ορεινές περιοχές επιταχύνει τη διάβρωση των εδαφών, ιδιαίτερα σε απότομες κλίσεις, και μεταβάλλει τις φυσικές ροές του νερού. Οι ανεμογεννητριες με τις τεράστιες ποσοτητες τσιμεντου που απαιτούνται για την εγκατάσταση, ανεβάζουν κρίσιμα τη θερμοκρασία της ευρύτερης περιοχής και επηρεάζουν άμεσα το κλίμα. Μελέτες δείχνουν ότι ακόμη και περιορισμένες παρεμβάσεις σε κορυφογραμμές μπορούν να αυξήσουν την επιφανειακή απορροή, εντείνοντας πλημμυρικά φαινόμενα χαμηλότερα, ειδικά σε περιόδους έντονων βροχοπτώσεων που πλέον γίνονται συχνότερες λόγω κλιματικής αλλαγής.
Ό,τι πληγώνει τα βουνά, δεν μένει στα βουνά. Οι επιπτώσεις καταλήγουν στα ρέματα, στον παραδοσιακό ελαιώνα και τελικά στον ευαίσθητο Κορινθιακό Κόλπο, έναν από τους πλέον κλειστούς και οικολογικά ευάλωτους θαλάσσιους κόλπους της χώρας. Οι επιπτώσεις αυτές δεν είναι θεωρητικές, έχουν ήδη καταγραφεί σε περιοχές της Ελλάδας όπου εγκαταστάθηκαν βιομηχανικής κλίμακας αιολικά πάρκα σε ορεινά τοπία.
Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί και η ποιότητα της περιβαλλοντικής μελέτης που συνοδεύει το έργο. Βασίζεται σε ανεπαρκή πεδία καταγραφής, περιορισμένη χρονική διάρκεια παρατηρήσεων και υποτίμηση των σωρευτικών επιπτώσεων.
Τέλος, τα οφέλη για τις τοπικές κοινωνίες είναι δυσανάλογα μικρά σε σχέση με το περιβαλλοντικό και κοινωνικό κόστος. Η παραγωγή ενέργειας συγκεντρώνεται και χάνεται χωρίς να αξιοποιείται, τα κέρδη απομακρύνονται και ο τόπος μένει με τις πληγές. Ανάπτυξη που καταστρέφει το φυσικό και πολιτιστικό κεφάλαιο ενός τόπου δεν μπορεί να θεωρηθεί βιώσιμη πρόοδος.
Το ερώτημα που τίθεται δεν είναι ιδεολογικό — είναι βαθιά ανθρώπινο:
σε τι τόπο θέλουμε να ζήσουμε;
Σύλλογοι και πολίτες της περιοχής